3.12.17

Εξ οπισθόφυλλου τον λογοτέχνη (κατά το εξ όνυχος τον λέοντα)

Γράφει ο Νίκος Φαλαγκάρας | Ανεξάρτητος, Τα νέα των Σερρών,
Παρασκευή 1 Δεκεμβρίου 2017 »»

Πάντα προσέχω το οπισθόφυλλο ενός βιβλίου. Κι αυτό όχι μόνο για να ικανοποιήσω την περιέργειά μου, αλλά γιατί πιστεύω ότι τις περισσότερες φορές μπορεί να αποτυπώσει και να σε εισαγάγει στο πνεύμα του βιβλίου. Να κάνει δηλαδή τον αναγνώστη να υποψιαστεί τι πρόκειται να συναντήσει στις σελίδες του.
Η θάλασσα τους ξέβρασε σε μιαν άγνωστη ερημική στεριά. Νησί ήταν ή χώρα ηπειρωτική δεν ήξεραν, μα ούτε και τους ένοιαζε για την ώρα. Αποκαμωμένοι από το πάλεμα με τα κύματα, κάθισαν στη ζεστή την άμμο και κοίταζαν αμίλητοι το πέλαγος. Τους τρόμαζε η απεραντοσύνη εμπρός τους, η απόκοσμη ησυχία γύρω τους, μα προπαντός η μοναξιά που χρόνια κουβαλούσαν μέσα τους και που ποτέ δεν έμαθαν να μοιράζονται… Κι ένα πρωί που συνεπαρμένοι πειραματίζονταν με μια καινούργια λέξη, είδαν από μακριά ένα καράβι γνώριμο που ερχόταν να τους σώσει. Έντρομοι έτρεξαν να κρυφτούν να μην τους εύρουν. Από το βιβλίο (σελίδες 35, 37).
Τον – από τον ίδιο σχεδόν γενέθλιο τόπο (από την Πύλη Τρικάλων αυτός, μερικά χιλιόμετρα παραπάνω εγώ, το Μυρόφυλλο) ορμώμενο – εκπαιδευτικό (μαθηματικό) Νίκο Μάντζιο δεν τον έχω γνωρίσει (ακόμα). Και πιθανότατα αυτό να μη μπορούσε να συμβεί ποτέ, αν, μέσω  κοινού φίλου, δεν έφτανε στα χέρια μου το πρώτο συγγραφικό του εγχείρημα με τον τίτλο Βλέπε οπισθόφυλλο: Μικρές ιστορίες που σμίγουν σε μία, με εικόνα εξωφύλλου και εικονογράφηση Αθηνάς Παναγιωτίδου – Κωνσταντίνου, σελίδες 113, από τις εκδόσεις Απόπειρα.

Πρέπει να σημειώσω ότι, ως αναγνώστη, εκτός από σπάνιες και ειδικές περιπτώσεις, δεν με ελκύουν τα πολυσέλιδα λογοτεχνικά βιβλία. Ιδίως όταν πρόκειται για συλλογές διηγημάτων. Προτιμώ λοιπόν τον λιτό και περιεκτικό λόγο. Αυτό όσο κι αν μοιάζει εύκολο, στην πραγματικότητα είναι και το δυσκολότερο για τον συγγραφέα. Ακόμα και τον έμπειρο (επί τη ευκαιρία να μνημονεύσω μερικούς από τους πιο γνωστούς και αντιπροσωπευτικούς της λιτής διηγηματικής γραφής: Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος, Χριστόφορος Μηλιώνης, Δημήτρης Πετσετίδης, Σωτήρης Δημητρίου). Πρέπει να πει ουσιαστικά πράγματα χωρίς να γίνεται φλύαρος και βαρετός στον αναγνώστη. Και τώρα μου έρχεται στο νου το βιβλίο του σπουδαίου Ηπειρώτη εκπαιδευτικού και λογοτέχνη Χριστόφορου Μηλιώνη (πέθανε στις 5-1-2017) με τον τίτλο «Το μικρό είναι όμορφο», από τις εκδόσεις Κέδρος, όπου με τη σύντομη, αλλά μεστή γραφή του, επιβεβαιώνει ακριβώς αυτό που λέει ο τίτλος του βιβλίου του.

Να σημειωθεί ότι «black is beautiful» – «Το μαύρο είναι όμορφο», ήταν, και ίσως είναι ακόμα, το σύνθημα του αντιρατσισμού, που αγωνίζονταν για τα δικαιώματα των μαύρων και για να ενισχύσουν την αυτοπεποίθησή τους απέναντι στην εξουσία των λευκών. Το βιβλίο αυτό (του Μηλιώνη) με τον δάνειο τίτλο υπερασπίζεται επίσης τα δικαιώματα του μικρού κειμένου (διηγήματος, ταξιδιωτικού αφηγήματος, χρονογραφήματος) απέναντι στη δυναστευτική παρουσία του όγκου. Το μικρό οφείλει να είναι όμορφο. Αλλιώς δεν υπάρχει.


Δεν ξέρω αν ο Νίκος Μάντζιος είχε στο μυαλό του όλα τα παραπάνω, όταν συνέγραφε το δικό του βιβλίο, στο οποίο – εν είδει κριτικής ανάγνωσης – αφιερώνεται το σημείωμα αυτό. Αλλά μικρή σημασία έχει τι είχε στο μυαλό του και τι όχι. Σημασία έχει τι παρέδωσε τελικά ο ίδιος στον αναγνώστη, που όσο επιεικής κι αν θέλει να είναι απέναντι στον κάθε συγγραφέα, έχει απ’ αυτόν κάποιες – ελάχιστες – απαιτήσεις. Αν μη τι άλλο, κλείνοντας το βιβλίο, να μην αισθανθεί ότι θυσίασε άδικα τον κόπο και τον χρόνο του.

Το υπό συζήτηση βιβλίο του Νίκου Μάντζιου, που μπορεί να χωρέσει και στην τσέπη, αποτελείται από σαράντα τρία σύντομα – τα περισσότερα δεν ξεπερνούν τις τρεις σελίδες, εκτός από τα δύο τελευταία που αποτελούνται από τέσσερις το ένα και εφτά σελίδες το άλλο – κείμενα.

Το καθένα συγκροτεί και διαγράφει τη δική του ιστορία, με αρχή, μέση και τέλος. Όλα εικονίζουν όψεις και στιγμιότυπα της ζωής, που τη σημαδεύουν όμως. Αναφέρονται σε περιστατικά και καταστάσεις που φτάνουν μέχρι τη συναισθηματική κορύφωση.

Η μοναξιά, ο έρωτας, ο χωρισμός, η τηλεόραση, ο παράνομος μετανάστης, οι υπαρξιακές αγωνίες και τα αδιέξοδα του σύγχρονου τρόπου ζωής είναι μερικά από τα θέματα που δίνουν στον συγγραφέα το κίνητρο αλλά και την πρώτη ύλη για να αποτυπώσει τις σκέψεις και τις αναφορές του.

Σε κάποια από τα κείμενά του χρησιμοποιεί έναν αρχαίο μύθο, που τον διασκευάζει ανάλογα ή μια αναφορά σε ιερά κείμενα που κι αυτά τα τροποποιεί και τα προσαρμόζει για να εκφράσει τη δική του σκέψη ή να αναδείξει τον ψυχισμό και τα συναισθήματα των ηρώων του.

Ο τρόπος γραφής του Νίκου Μάντζιου είναι, θα έλεγα επιγραμματικά,  ένα έξυπνο και απολαυστικό παιχνίδι με τις λέξεις και τα σύνολα που αυτές σχηματίζουν για να αποδώσουν τα νοήματά τους, στο οποίο (παιχνίδι) καλείται να πάρει μέρος και ο αναγνώστης. Δεν τον θέλει ο συγγραφέας τον αναγνώστη του παθητικό αποδέκτη ή θεατή των όσων του ιστορεί.

Πάντως, αν ήταν να απαντήσω στο ερώτημα ποιο από τα σαράντα τρία κείμενα του βιβλίου θα ξεχώριζα, παρ’ όλο που θα δυσκολευόμουν, γιατί έτσι θα έπρεπε να αδικήσω τα υπόλοιπα, με αυτή λοιπόν την επιφύλαξη, θα έλεγα ότι είναι το «Μαθητευόμενος Χριστός» (σελίδες 58 έως 60). Συγκεντρώνει και συνδυάζει, αρμονικά και κατά τρόπο υποδειγματικό, όλα εκείνα τα στοιχεία ενός άρτιου λογοτεχνικού κειμένου, που μπορεί να το φέρει πιο κοντά στον αναγνώστη.

Συνοψίζοντας θα έλεγα ότι το βιβλίο του Νίκου Μάντζιου συγκεντρώνει μικρές, εξαιρετικά ψυχογραφημένες ιστορίες, με δομή, πλοκή και ολοκληρωμένη ανάπτυξη. Είναι ένα βιβλίο που θίγει – ανατέμνει, θα λέγαμε, καλύτερα – κοινωνικά και προσωπικά προβλήματα αποφεύγοντας το πομπώδες και το εντυπωσιακό, που ζημιώνουν εν τέλει τη λογοτεχνία. Είναι, επιπλέον, κι ένα τεκμήριο ότι και στις μέρες μας, παρά τις μεμψίμοιρες και ισοπεδωτικές αποφάνσεις κάποιων, που νομίζουν ότι η γη περιστρέφεται περί τον άξονά τους, παράγεται καλή λογοτεχνία. Απλώς, δεν ναρκισσεύεται και δεν θορυβεί για να κατακτήσει – τάχα ευκολότερα έτσι – το αναγνωστικό κοινό. Είναι κι αυτό μία ακόμα αρετή αυτής της λογοτεχνίας, που κοσμεί και εγγυάται την ποιότητα και το κύρος της.

Τέλος, ας μου επιτρέψει ο συγγραφέας να τον παροτρύνω φιλικά να συνεχίσει τη λογοτεχνική του πορεία. Το πρώτο δείγμα γραφής του ήταν ένα κρίσιμο και χρήσιμο τεστ. Η επιτυχία του, κατά τη γνώμη μου, υπόσχεται, αν δεν εγγυάται κιόλας, και άλλες (συγγραφικές) επιτυχίες.

Νίκος Επ. Φαλαγκάρας (nicfalag@yahoo.gr)
30/11/2017

Δεν υπάρχουν σχόλια: