2.6.17

Μέχρι το τέλος

γράφει η Σοφία Βόικου | Amagi, Πέμπτη 1 Ιουνίου 2017 »»

Τον Δημήτρη τον γνώρισα μέσω του Facebook. Τον γνώρισα μέσω της αγάπης του για τα βιβλία, όπου χρόνια πριν συμμετείχαμε σε διάφορες ομάδες βιβλίων. Αυτό που μου είχε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση ήταν πως παρά το νεαρό της ηλικίας του (ήταν ακόμα μαθητής Λυκείου) είχε μια ιδιαίτερη αγάπη για το διάβασμα, και μάλιστα προτιμούσε βιβλία «δύσκολα», θα τολμούσα να πω. Από εκείνη την εποχή, πίστευα πως ο Δημήτρης κάποια στιγμή θα έγραφε ― και τελικά δεν έπεσα έξω. Το «Πέφτουν αστέρια» είναι το πρώτο του βιβλίο, ένα βιβλίο καταιγιστικό και βίαιο που σε αρπάζει θαρρείς από τον λαιμό και με την ιστορία του και τον τρόπο γραφής του δεν σε αφήνει να αναπνεύσεις. Μου θύμισε μεσαιωνικό παραμύθι, από εκείνα τα σκοτεινά παραμύθια που ήταν η διασκέδαση των μεγάλων και όχι των μικρών. Παραμύθια τραγικά, σκοτεινά και συμβολικά όπου όλα επιτρέπονται και όλα φαίνονται φυσιολογικά, όπως ένας Ινδιάνος στην ελληνική επαρχία ή μία κούκλα που έχει αδελφές και μπορεί και μιλάει. Παραμύθια που αν κρύβουν κάποιον διδακτισμό δεν σου τον πλασάρουν εύκολα, αλλά πρέπει να σκάψεις βαθιά για να τον βρεις, να κουραστείς για να τον ανακαλύψεις. Ένα τέτοιο σκοτεινό παραμύθι, τραγικό σε όλη του την ύπαρξη, είναι και το βιβλίο του Δημήτρη. Συμβολικό, με βαθιά κρυμμένα νοήματα που σε παρασέρνει με την αφήγησή του.
«Πέφτουν αστέρια» λοιπόν. Ένας τίτλος διττός. Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε δύο μέρη. Και οι ήρωες του βιβλίου είναι δύο. Η Εσμεράλδα και ο Αλέξανδρος. Ο Αλέξανδρος και η Εσμεράλδα. Δύο νέοι με διαφορετικές ζωές. Δύο νέοι που θα συναντηθούν μόνο λίγο πριν από το τέλος του βιβλίου. Και θα τους ενώσει η βαθιά ανάγκη τους για επικοινωνία και αγάπη. Και θα μείνουν κατά έναν περίεργο τρόπο μαζί. Μέχρι το τέλος.

Το βιβλίο ξεκινάει με μία πάρα πολύ δυνατή σκηνή. Εν μέσω ελληνικού εμφυλίου, ένα μικρό κορίτσι ανεβαίνει μόνο του στο βουνό για να συναντήσει έναν Ινδιάνο στη μοναχική του καλύβα. Στον ώμο του κρατά έναν πάνινο σάκο, με ένα απίστευτο βάρος. Βάρος όχι τόσο αληθινό όσο συναισθηματικό, αφού το σακί είναι γεμάτο με τα οστά της πεθαμένης μητέρας του. Και η σκηνή είναι τόσο δυνατή που νιώθεις εκείνη τη στιγμή την αγωνία της μικρής, τον φόβο, τη θλίψη και το βάρος που κουβαλά, ώστε σου φαίνεται φυσιολογικό όλο αυτό το σουρεαλιστικό στοιχείο που κυριαρχεί. Ένας Ινδιάνος μάγος στα ελληνικά βουνά το 1948; Όμως ο Δημήτρης παίζει με τις λέξεις, τα συναισθήματα και την αγωνία του αναγνώστη. Σταματάει απότομα. Και μας αφήνει με την απορία. Και ξεκινάει την ιστορία της Εσμεράλδας.

Η Εσμεράλδα είναι ένα κορίτσι. Με ένα υπέροχο παραμυθένιο όνομα. Σμαραγδένιο. Όμως η ζωή της δεν είναι παραμυθένια. Γεννήθηκε και μεγαλώνει σε μια βαθιά προβληματική οικογένεια. Με μητέρα μανιοκαταθλιπτική εξαρτημένη από τα χάπια, με μια αδελφή κι έναν πατέρα αποστασιοποιημένους. Βιώνει τη μοναξιά και την απόρριψη στο πετσί της. Θυμώνει. Κι ο θυμός της ορισμένες φορές είναι βίαιος. Πολύ βίαιος. Και οι πράξεις της σκοτεινές και αιχμηρές. Γρατζουνάνε την ψυχή μας και μας κάνουν να αιμορραγούμε. Τη λυπόμαστε. Θέλουμε να ήμασταν δίπλα της να της κάνουμε μια αγκαλιά. Στο κάτω-κάτω της γραφής, ένα μικρό κορίτσι είναι. Κι ύστερα έρχονται οι εξομολογήσεις. Τα εγκλήματα. Και φρίττουμε. Θέλουμε να την αγκαλιάσουμε, να τη στηρίξουμε, και ταυτόχρονα την αποστρεφόμαστε. Ή μάλλον καλύτερα τη φοβόμαστε. Φοβόμαστε άραγε μήπως ξεσπάσει αυτή τη βία επάνω μας; Ή μήπως η Εσμεράλδα είναι το σκοτεινό πρόσωπο του δικού μας εαυτού; Μήπως τελικά φοβόμαστε την Εσμεράλδα γιατί φοβόμαστε εμάς τους ίδιους;

Μέσα από την ιστορία της Εσμεράλδας ξεπηδούν όλα τα προβλήματα μιας φαινομενικά φυσιολογικής οικογένειας. Η θλίψη, ο πόνος, η μελαγχολία, το άγνωστο, ο έρωτας, οι χαμένες ελπίδες, οι ματαιώσεις. Η βία, ο θυμός.

Κι εκεί που τελειώνει η ιστορία της Εσμεράλδα, ξεκινάει η ιστορία του Αλέξανδρου. Ένας νέος αυτή τη φορά. Με όνειρα. Όνειρα και νιάτα που πνίγονται κάτω από την επίδραση των ναρκωτικών. Ένας έρωτας καταδικασμένος από την ίδια τη ζωή. Μια φιλία που τρύπησε και κάηκε κάτω από μια σύριγγα. Καταστροφή των άλλων και καταστροφή του εαυτού. Κι ύστερα η συνάντηση. Εσμεράλδα και Αλέξανδρος. Θα ενώσουν τις φωνές τους και θα γίνουν ένα. Ή μήπως όχι;

Μπορεί να σας μπέρδεψα με όσα είπα. Όταν συνήθως παρουσιάζω κάποιο βιβλίο, συνηθίζω πρώτα να μιλάω για την υπόθεση. Όμως εδώ τα πράγματα δεν είναι πολύ ξεκάθαρα. Τα γεγονότα από τη μία είναι απανωτά και διαδοχικά, από την άλλη το ένα γεγονός εγκιβωτίζεται στο άλλο, το ένα γεγονός δημιουργεί το επόμενο.

Η γραφή του Δημήτρη είναι καταιγιστική. Βίαιη. Σκοτεινή. Σαδιστική σε ορισμένα σημεία. Σίγουρα σουρεαλιστική και αλληγορική. Σε σφίγγει. Σε εμποδίζει να αναπνεύσεις. Κάποιες στιγμές θέλεις να ουρλιάξεις. Όμως δεν μπορείς να σταματήσεις. Συνεχίζεις. Πας λέξη τη λέξη, γραμμή τη γραμμή. Ο Δημήτρης δημιουργεί έναν κόσμο σκοτεινό, βίαιο όπως είναι η εποχή μας ―μήπως όπως είναι όλες οι εποχές;―, και μας βγάζει τη γλώσσα έξω. Όχι απλώς μάς προσκαλεί, αλλά μας ρουφάει στον κόσμο που φτιάχνει και δεν μας αφήνει να βγούμε. Μας βγάζει από τις πλάνες μας, από τις ωραιοποιημένες καταστάσεις που ζούμε, μας φέρνει κατάφατσα το άσχημο πρόσωπο της ζωής που αποφεύγουμε να δούμε. Τίποτα δεν είναι αγγελικά πλασμένο. Η γραφή του όμως είναι τόσο δυναμική και τόσο ρεαλιστική, που δεν μπορούμε να της αντισταθούμε. Την ακολουθούμε. Μέχρι το τέλος.

Τα κεφάλαια είναι μικρά. Τρεις σελίδες το πολύ ή κάποιες αράδες μόνο. Λόγος συνοπτικός και περιεκτικός. Όχι περιττά στολίδια, όχι λεκτικές φιοριτούρες, όχι απαρχαιωμένα λογοτεχνικά τερτίπια. Και οι τίτλοι που τα συνοδεύουν ενίοτε ειρωνικοί, ενίοτε σκληροί, ενίοτε επεξηγηματικοί, αλλά πάντοτε ευφάνταστοι: «Ψητή στα κάρβουνα με λίγο λάδι», «Νυστέρια που αφαιρούν τον έρωτα», «Όμορφα όνειρα κρεμασμένα στο δέντρο».

Οι λέξεις που χρησιμοποιεί ο Δημήτρης είναι λέξεις καθημερινές αλλά όχι απλοϊκές. Ξέρει πού πρέπει να χρησιμοποιήσει την κάθε μία. Οι διάλογοι που δημιουργεί είναι άμεσοι και αληθινοί. Η αφήγηση που επιλέγει είναι πρωτοπρόσωπη. Ακούς την Εσμεράλδα και τον Αλέξανδρο να διηγούνται την ιστορία της σύντομης ζωής τους. Άνετα, φαντάζομαι έναν σκηνοθέτη να παίρνει τους μονολόγους αυτούς και να στήνει μία θεατρική παράσταση. Πολύ θα ήθελα να κλείσω τα μάτια και να τους ακούω να μου αφηγούνται. Ο Δημήτρης έχει κάνει ήδη τη δύσκολη δουλειά.

Η αγάπη του συγγραφέα για τα βιβλία είναι διάχυτη σε όλο το βιβλίο. Οι διακειμενικές αναφορές του εντάσσονται στο βασικό κείμενο αριστοτεχνικά. Ο Έκο, ο Ελύτης, ο Ντε Λούκα, η Οριάνα Φαλάτσι, ακόμα κι ο Ντε Σαντ κάνουν ένα πέρασμα από το κείμενο.

Για τον αναγνώστη που ξέρει, δεν περνούν απαρατήρητες και κάποιες συγγραφικές αγάπες του Δημήτρη. Θεωρώ πως οι επιρροές από τη Μαργαρίτα Καραπάνου, την Αναΐς Νιν ή ακόμα και τον δικό μας Αύγουστο Κορτώ είναι εμφανείς. Ωστόσο ο Δημήτρης τις αφομοιώνει, τις κάνει κτήμα του και δημιουργεί το δικό του στιλ γραφής. Βυθίζεται στις υπαρξιακές αγωνίες του σημερινού ανθρώπου και διαπραγματεύεται θέματα-ταμπού, όπως η γονεϊκή αγάπη, ο βιασμός, τα ναρκωτικά, η διαφορετικότητα.

Πιστεύω πως αυτό το βιβλίο είναι μόνο η αρχή. Είναι ένα μικρό διαμαντάκι. Είμαι σίγουρη πως ο Δημήτρης έχει πολύ μέλλον μπροστά του. Είμαι ειλικρινά χαρούμενη που είμαι από τους πρώτους που διάβασαν την πρώτη του συγγραφική απόπειρα. Να είστε σίγουροι πως θα ακούσουμε πολλές φορές στο μέλλον το όνομά του.

[Κείμενο που διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου στην Πρωτοπορία της Θεσσαλονίκης, στις 23 Μαΐου 2017].

Η Σοφία Βόικου είναι συγγραφέας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: