10.4.16

Η ονειροφαντασία ως η αυθεντική ανθρώπινη ομιλία

γράφει η Ειρήνη Σταματοπούλου για τη συλλογή μικροδιηγημάτων Ονειροπαγίδα της Άνα Μαρία Σουά, μτφρ. Άννα Βερροιοπούλου, Απόπειρα, 2015) | ο αναγνώστης, Παρασκευή 8 Απριλίου 2016 »»

Ονειροπαγίδα

Ο ύπνος, τα όνειρα, η ονειροπόληση, η φαντασία, γίνονται η πρώτη ύλη για τη σειρά μικροδιηγημάτων Ονειροπαγίδα της πολυβραβευμένης αργεντίνας συγγραφέως Άνα Μαρία Σουά (εκδ. «Απόπειρα», 2015), σε μια προσπάθεια καταβύθισης στα όρια συνειδητού και ασυνειδήτου, που κάνει την πραγματικότητα να ορθοποδήσει μέσω της μαγείας και μας παραδίδει ένα απολαυστικά στοχαστικό ανάγνωσμα.

Η συνολική φόρμουλα που διέπει τα εν λόγω κείμενα φαίνεται να εδράζεται στην παραδοχή του Μπερξόν, ο οποίος ορίζει τη συνείδηση ως μια αριθμητική διαφορά ανάμεσα στη δυνητική και την πραγματική δραστηριότητα, η οποία καταμετρά την απόκλιση ανάμεσα στην παράσταση και στην πράξη.[1] Πρόκειται για την ίδια διάκριση την οποία εκφράζει ο Γιώργος Χειμωνάς με τους όρους της ανταλλαγής παρουσίας – απουσίας που εγγράφεται βιωματικά στην κινητικότητα των λεκτικών υλών στον χώρο οργάνωσης τού συνειδησιακού πεδίου, από όπου εκκινεί και η διάκρισή του μεταξύ ανθρώπινου Λόγου και ομιλίας ως διακριτικού μεταιχμίου τού κόσμου του ονείρου.[2] Χαρακτηριστικά, υποστηρίζει ο Χειμωνάς: «Ο λόγος νοεί το πράγμα απορροφώντας ολόκληρη την νοητότητά του και το ονομάζει όταν αυτή, η νοητότης του πράγματος, θα έχει ολοσχερώς εξαντληθεί […] Ο ονειρικός λόγος αποτυπώνει την μείζονα ασάφεια του πράγματος εξοικονομώντας την ελάσσονα σαφήνεια της ομιλίας».[3] Στη βάση αυτού του συλλογισμού και δεδομένης της εγγενούς «ακυριολεξίας» του λόγου, ως μέσο αντίστασης στην εξάντληση της νοητότητας του πράγματος, προτείνει την αχρονία και ατοπία της ονειροφαντασίας, τον διαστελλόμενο χρόνο, το ενιαίο παρόν ενός συνειδησιακού ψευδόχωρου, εκείνου της συμβολικής δραστηριότητας του εγκεφάλου.[4] Παραπέμποντας στη φροϊδική διατύπωση ότι «η ονειρική διεργασία μετατρέπει χρονικές σχέσεις σε σχέσεις χώρου και τις παρουσιάζει ως τέτοιες»[5], ο Χειμωνάς διαπιστώνει εντέλει πως το «όνειρο συνιστά μια πρωτογενή ομιλία του άλεκτου, η οποία παρακάμπτει το λεκτό και μεταχειρίζεται την παράσταση».[6]

Από μια τέτοια παράσταση ξεκινά και η Σουά, στήνοντας ένα παιχνίδι με το άλεκτο της υπνοφαντασίας και τη νοητότητα του πράγματος, μεταξύ αλήθειας και αληθοφάνειας, επικαλούμενη έτσι την εγγενή ευπιστότητα τού ονείρου για την οποία σημειώνει και πάλι ο Γιώργος Χειμωνάς: «Η παράσταση, στερημένη από τη λογική αποδειξιμότητα τού λεκτού, προσφεύγει στην ασυδοσία μιας αυταρχικής πειθούς: είναι χαρακτηριστική η βεβαιότης των αισθήσεων, των σημασιών, των νοημάτων, με την οποία το όνειρο δεσμεύει τον παραλήπτη του, τον ονειρευόμενο».[7] Και η Σουά, ως μια δραπέτης των κωδίκων τού έλλογου πλην α-νόητου λόγου, γράφει: «Δεν είναι απαραίτητο να μπω στη ζούγκλα της αϋπνίας. Αυτή εξαπλώνεται παντού ολόγυρά μου. Εδώ δεν θα συναντήσεις πιο αμείλικτα θηρία από τα τζιτζίκια. Σ’ ένα ξέφωτο θαρρώ πως διακρίνω τον ύπνο. Πλησιάζω σιγοπερπατητά, σβήνοντας τον ήχο των βημάτων μου για να μην τον ξυπνήσω». Και παρακάτω, «Ας είμαστε ρεαλιστές: αυτό που μας προσφέρει το τηλέφωνο είναι όλο κι όλο μια απρόσωπη φωνή. Είναι απαραίτητο να διαθέτει κανείς πολλή φαντασία και περίσσεια εμπιστοσύνης για να πιστεύει πάντα ότι στην άλλη άκρη της γραμμής υπάρχει ένα πρόσωπο με σάρκα και οστά» (130).

Πάνω σε αυτή την αντιστροφή άλογου λόγου και άλεκτης αλήθειας, στη χωρικοποίηση του χρόνου της συνείδησης, στήνει η Σουά την αφηγηματική της ακροβασία στα όρια πραγματικότητας και μύθου, παραπέμποντας και πάλι στη φροϊδική παραδοχή ότι «στο έκδηλο περιεχόμενο των ονείρων παρουσιάζονται αρκετά συχνά εικόνες και καταστάσεις που θυμίζουν γνωστά θέματα από παραμύθια, μύθους και θρύλους»,[8] καταστρώνοντας έτσι έναν διακειμενικό φαντασματικό κόσμο. Η συγγραφέας ξεκινά από μια αναφορά στην Τρικυμία του Σέξπιρ («είμαστε από την ύλη που είναι φτιαγμένα τα όνειρα») στο διήγημα 12, («Από τι είναι φτιαγμένα τα όνειρα; Τα δικά μου είναι φτιαγμένα από τυρί γκριγέρ και είναι πεντανόστιμα και ελαφρώς πικάντικα») και περνά σε μια λιγότερο αθώα παραλλαγή του μύθου της Κοκκινοσκουφίτσας, («Περιδιαβάζω μες στο δάσος χαμένη ανάμεσα σε ναρδόσταχυα, αγριόλιζες και πετιβέριες […] Οι ώρες περνούν, μα ο λύκος δεν εμφανίζεται. Τι άραγε ορέγεται στη γιαγιά μου που δεν το έχω εγώ;»), παίζοντας με τη δυσκολία (ή επικινδυνότητα) των λέξεων σε αντιστοιχία με το ριψοκίνδυνο της κατάστασης του μύθου. Στη συνέχεια, παραπέμπει στον Κάφκα (ο οποίος ήταν γνωστό ότι σαγηνευόταν από τον κόσμο του ονείρου και θεωρούσε πως η ζωή του είχε ομοιότητες με τα όνειρα), όσο και στην έννοια της λογοτεχνικής κληρονομιάς: «Θεωρήστε ότι είμαι ένα όνειρο, λέει ο κύριος Κ. προκειμένου να μη γίνει αντιληπτός, καθώς διασχίζει το δωμάτιό μου στις μύτες των ποδιών. Ναι, αλλά αν εσείς είστε πράγματι ένα όνειρο, κύριε Κ., τότε εγώ τι θα απογίνω;». Προχωρά σε μια «ονειρικά (ή εφιαλτικά) γαστρονομική» παραπομπή στον Λωτρεαμόν, («Για τους μεγάλους σεφ της γαλλικής κουζίνας, το μυστικό για ένα πετυχημένο ραγού βρίσκεται στα καρυκεύματα. Μόνο ο Μαλντορόρ δίνει μεγαλύτερη σημασία στο βαθμό συγγένειας που έχει κανείς με το κρέας που θα χρησιμοποιήσει» [106]), και παρακάτω, χρησιμοποιεί το διήγημα «Ριπ Βαν Ουίνκλ» του Ουάσινγκτον Ίρβιγκ (112), και τον «Κλειδούχο των σιδηροτροχιών» του μεξικανού πεζογράφου Χουάν Χοσέ Αρεόλα (212). Ενώ στο μικροδιήγημα 200 πλέκει έναν περίτεχνο και υπαινικτικό ιστό διακειμενικότητας παραπέμποντας στην ινδουιστική φιλοσοφία και στο «Σιντάρτα» του Έσσε («Ο αμαρτωλός που είμαι και που είσαι είναι αμαρτωλός, αλλά κάποτε θα ξαναγίνει Βραχμάν, θα φτάσει κάποτε τη νιρβάνα, θα γίνει Βούδας»), χρησιμοποιώντας τον μύθο της Σταχτοπούτας και το παραμύθι του Μικρού Πρίγκιπα: «Το να είσαι άμαξα της Σταχτοπούτας και να ξαναγίνεις κολοκύθα θα ήταν κάτι ιδιαίτερα δύσκολο, αν δεν ήσουν κάποτε ακόνι και πιο πριν κανέλα και πιο πριν βίδρα και πιο πριν μπαομπάμπ και ακόμα πιο πριν βραχμάνος και αμαρτωλός».

Λαμβάνοντας επιπλέον υπόψη ότι το βιβλίο γράφτηκε κατά την περίοδο της τελευταίας αργεντινής δικτατορίας, δεν μπορούμε παρά να εκλάβουμε κάποιες ονειρικές αφηγήσεις ως νύξεις στην εν προκειμένω λογοκρισία της καλλιτεχνικής έκφρασης: «Ονειρεύομαι ένα καγκουρό. Αυτό το όνειρο στερείται εθνικού νοήματος, μου λεν για να με συνετίσουν: είναι ένα αυστραλέζικο όνειρο. Να όμως που και το καγκουρό αποκοιμιέται και ονειρεύεται μια ρέα της Αργεντινής. Χάρη στο γενναιόδωρο όνειρο του καγκουρό, το δικό μου εγκρίνεται από τη λογοκρισία και μάλιστα παίρνει μια μικρή επιδότηση. Μολαταύτα, εγώ παραμένω βαθιά χωμένη στο μάρσιπό του: αν το καγκουρό ξυπνήσει, προβλέπω πολλά σκαμπανεβάσματα». (83)

Τα διηγήματα μινιατούρες της Σουά, αιχμαλωτίζουν τον αναγνώστη στον μαγικό ρεαλισμό τού ύπνου της, προτείνοντας έναν τρόπο συνειδητότητας και επικοινωνίας, τόσο ενδο- όσο και διυποκειμενικής, που φέρνει στο νου την αποφθεγματική προτροπή του Μπερξόν: «Πρέπει να έχουμε την ικανότητα να αποσπώμεθα από την παρούσα δράση, πρέπει να έχουμε τη δύναμη να αποδίδουμε αξία στο αλυσιτελές, πρέπει να θέλουμε να ονειρευόμαστε. Μόνο ο άνθρωπος είναι ίσως ικανός για μια τέτοιου είδους προσπάθεια».[9]



[1] Ερρίκος Μπερξόν, Η δημιουργική εξέλιξη, μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης, Γιάννης Πρελορέντζος, Αθήνα: Πόλις, 2005, σελ. 145.

[2] Γιώργος Χειμωνάς, Τα όνειρα της αϋπνίας, Αθήνα: Πλέθρον, 1994, σελ. 45.

[3] Ό.π., σσ. 43-44, 55.

[4] Ό.π., σελ.49.

[5] Σ. Φρόιντ, Νέα σειρά των παραδόσεων για την εισαγωγή στην ψυχανάλυση, Αθήνα: Επίκουρος, 1977, σελ. 28, («Αναθεώρηση της θεωρίας των ονείρων»).

[6] Γιώργος Χειμωνάς, ό.π., σελ. 55.

[7] Ό.π., σελ. 57.

[8] Σ. Φρόιντ, ό.π., σελ. 27,

[9] Henri Bergson, Ύλη και μνήμη, μτφρ. Πολυξένη Ζινδριλή, Δημήτρης Υφαντής, Αθήνα: Ροές, 2013, σελ. 283.

Δεν υπάρχουν σχόλια: