17.12.05

Σταύρος Σταυρόπουλος • Για όσο ροκ αντέχεις ακόμα

Ένα μουσικό παραμύθι για μεγάλους
Νουβέλα

I S B N 960-537-077-8,
13 × 20,5 εκ., σσ. 127
Αθήνα 2005


Το Για όσο ροκ αντέχεις ακόμα είναι η αντοχή μιας γενιάς που φετιχοποίησε τις αντιθέσεις της, μετατρέποντάς τες σε τοπίο αναμνήσεων. Είναι σπαράγματα που λειτουργούν οπτικοποιημένα, μονοπλάνα γκροτέσκα, θωπείες που γλίστρησαν από την κλεψύδρα του χρόνου, οι χαμένες κασέτες της εφηβείας μας.



Η σπονδυλωτή γραφή, η αγωνία που διαποτίζει το κείμενο, το φάντασμα μιας σχέσης που επιστρέφει ξανά και ξανά για να δηλώσει την ανεξίτηλη παρουσία του, μπορεί να σκιαγραφούν με απόλυτο τρόπο το πορτρέτο της γυναίκας, θηλυκού όμως γένους είναι και η γενιά. Είναι και η εποχή. Τα λάφυρά της γίνονται εδώ προτάσεις, το ιδιωτικό της όραμα, περιπλάνηση, η μουσική της, χάδι από βελούδο, η ανάγκη της για αυτογνωσία, κραυγή, η νοσταλγία της, νοσταλγία της νοσταλγίας. Ο έρωτας παραμένει δικαιολογία, μια ανελέητη πρόφαση, άλλες φορές φτηνή, επίπλαστη, αφελής, άλλες πάλι φορές ιδανική, θριαμβεύουσα, ποιητική.

Αν το Ροκ που παίζουν τα μάτια σου ήταν η γραφή της αθωότητας μιας γενιάς που επέζησε στις δεκαετίες, το Για όσο ροκ αντέχεις ακόμα είναι η αθωότητα της γραφής που άντεξε την ωριμότητα και την ξεπέρασε, υποδεχόμενη και αποδεχόμενη τον εαυτό της.

Ο Σταύρος Σταυρόπουλος «κατοικεί» τη γλώσσα, παίζει με τις αμφισημίες της περίτεχνα, αντιμετωπίζει τα γεγονότα σαν τροχιές που επαναλαμβάνονται για να ολοκληρωθεί ένας κύκλος. Οι αφηγήσεις του είναι κομμάτια ονείρων που η συγκόλλησή τους δημιουργεί ένα μοναδικό ψηφιδωτό ήχων, λέξεων και χρωμάτων και οδηγεί σταθερά σε έναν ιδιότυπο φορμαλισμό της γραφής. Η διαδρομή μιας γενιάς, μιας κατεξοχήν παραβατικής γενιάς που τη σημάδεψε το ροκ εν ρολ, ζωντανεύει εδώ μέσα από το ξετύλιγμα ενός ερωτικού μύθου που έληξε, μιας ιστορίας που επιστρέφει για να καταφέρει να επιζήσει του χρόνου, ενός εσωτερικού διαλόγου που γίνεται μονόλογος όταν αρνείται να μπει σε καλούπια, όταν δεν μπορεί να εμποδίσει την ασύμβατη εκφορά του, όταν φέρνει στο νου εικαστικό κολάζ, αποδομώντας το κείμενο.

Το Για όσο ροκ αντέχεις ακόμα είναι ένα γοητευτικό παραμύθι για μεγάλους, ένα παραμύθι απ' αυτά τα αληθινά που μας έθρεψαν και μας σκότωσαν συγχρόνως πολλές φορές.

________________________

Έγραψαν για το Για όσο ροκ αντέχεις ακόμα

Τέσσερα βιβλία σχεδόν αυτοβιογραφικά κι όλα ροκ. Γραφή σπονδυλωτή κι όμως ασπόνδυλη, γιατί ο ρυθμός είναι ασθματικός και λαχανιασμένος. Συλλαμβάνει ως φάντασμα τις δεκαετίες του παλμού της καρδιοκτυπούσας, γι αυτό ο κόσμος είναι απτός δια του τρίτου ματιού του βλέποντος δια της διαισθήσεως τα μέλλοντα. Ο Σταύρος Σταυρόπουλος είναι ένας του παφλάζοντος αίματος αμετανόητος και οι αμετανόητοι ή τα κερδίζουν ή τα χάνουν όλα. Αρκεί να μην φοβούνται της απώλειας την οδό τη γονοποιό. — Βασίλης Καλαμαράς, «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ»

Ο Σταύρος Σταυρόπουλος αφήνει την πένα του ακόμη μια φορά να κυλήσει πάνω σε θρυλικά ακόρντα, λαβωμένους στίχους, σε ένα ροκ σε πρώτο πρόσωπο, υποβάλλοντας ένα σενάριο από εκμυστηρεύσεις και αλλεπάλληλες παραδοχές. Ένα ροκ ημερολόγιο που δεν μετράει χρόνο – μόνο ίσως αντοχές, σε ένα σκληρά τρυφερό τοπίο φτιαγμένο με ό,τι έχει μείνει μέσα μας. — Μαρία Μαρκουλή, «ΤΑ ΝΕΑ»

Ένα βιβλίο-ντοκιμαντέρ. Ασπρόμαυρο. Εικόνες που τρέχουν γρήγορα, λαχανιασμένα, σαν να φοβούνται να σταματήσουν έστω και στιγμιαία. Κομμάτια ενός παζλ που δεν επιθυμεί να συμπληρωθεί. Κύκλος που αρνείται να κλείσει. Ένα ταξίδι σε μια εποχή που τα πάρτι είχαν γεύση βερμούτ με παγάκια και που μπορούσες να αναρωτιέσαι «που πάνε τα καλοκαίρια όταν τελειώνουν…». Ένα μουσικό παραμύθι για μεγάλα παιδιά, αφιερωμένο σε μια γενιά που πιστεύει πως οι μέρες που έρχονται δεν θα μοιάζουν σε τίποτα με αυτές που πέρασαν, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως είναι υποχρεωμένη να ενηλικιωθεί. Σε μια γενιά που δεν θεωρεί την νοσταλγία, ανάμνηση. — Αύρα Αλεξανδρή, «UP MAGAZINE»

Ένα θελκτικό παραμύθι για τα γοητευτικά συναισθήματα μιας σπουδαίας μουσικής. — Άγγελος Μαστοράκης, «ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ 9»

Ο Σταύρος Σταυρόπουλος μιλάει μια γλώσσα που τσακώνεται με την επίσημη πραγματικότητα. Παράφορη, αναπάντεχη, μοναχική, που ιδρώνει με τις συλλαβές της, που νοσταλγεί έρωτες, που διακονεί και δεξιώνεται την μουσική των συμβάντων της γενιάς του. Τα μικρά, σπονδυλωτά κείμενα του Για όσο ροκ αντέχεις ακόμα είναι ακριβώς αυτό: μια αισθησιακή κοσμηματοθήκη γεγονότων που μελωδούν, που σημαίνουν, που αντιστέκονται στην φθορά με μια σχεδόν φετιχιστική ευλάβεια. Είναι καταιγίδες, ξόρκια, έρωτες των πόλεων, στιγμιότυπα ψυχής, αναμμένες φωτιές σε έρημες παραλίες. Οι ηρωίδες του Σταυρόπουλου παρεκτρέπονται με μια συναρπαστική κομψότητα μέσα σε μια κοινωνία που γλιστράει, επιδιώκοντας να τις αφήσει οριστικά πίσω της. Έχουν χάσει προ πολλού τα ερείσματά τους, το μέτρο της λογικής. Οι φωνές τους είναι κολασμένες, αλλά αληθινές. Τόσο που να σε ξαφνιάζει η αμεσότητά τους, η νοσταλγία των ιδιότροπων ονείρων τους.Ένα βιβλίο που αντιστέκεται στην ασκήμια της καθημερινότητας. — «METRO»

Ένα μουσικό παραμύθι για μεγάλους είναι αυτό το μουσικό και ποιητικό βιβλίο. Μια ιδιότυπη κατακερματισμένη αυτοβιογραφία, μια εκ βαθέων εξομολόγηση, ποτισμένη με ροκ μελωδίες που αγάπησε όχι μόνο ο συγγραφέας αλλά και μια ολόκληρη γενιά. — Ειρήνη Μιχαλούδη, «ΕΘΝΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ»

«Το ροκ είναι η λογοτεχνία της παιδικής μου ηλικίας. Ο Ντοστογιέφσκι των παιδικών μου χρόνων λεγόταν Mick Jagger... ». Τρία χρόνια σχεδόν μετά το «Ροκ που παίζουν τα μάτια σου», ο Σταύρος Σταυρόπουλος αφήνεται ξανά να κολυμπήσει μέσα στους συνειρμούς του. Η ποίηση της ζωής σαν ημερολόγιο στο οποίο τα ροκ βιώματα έχουν χρωματίσει βαθιά μέσα του τοπία της πόλης και των νησιών – τα μπαρ, οι έρωτες, η λογοτεχνία, τα τραγούδια, οι εξομολογήσεις, όλα τρέχουν ελεύθερα και μεθυσμένα, σε καλούν να τα εισπράξεις με τον τρόπο του συγγραφέα. Εκατό περίπου σελίδες με πρόζα ποιητικών συχνοτήτων που μπορούν να σε κερδίσουν όπως ένας καλός ροκ δίσκος – ο ίδιος συστήνει Neil Young. — Κωστής Παπαγιώργης , «ΑΘΗΝΟΡΑΜΑ»

Ο Σταύρος Σταυρόπουλος, ο συγγραφέας που μας ταξιδεύει με τα πρισματικά κείμενα του Για όσο ροκ αντέχεις ακόμα (εκδ. Απόπειρα ), ανήκει σε μια γενιά, ή μάλλον στην ωραία «φράξια» μιας γενιάς, που θέλησε να συγκατοικήσει με τα πάθη της και να τραγουδήσει ξανά και ξανά το τραγούδι που ξεγελάει το χρόνο. Η ποίηση του ροκ και το ροκ της ποίησης στάθηκαν οι μελωδικοί και ρυθμικοί οδοδείκτες αυτής της γενιάς που μπόρεσε εμπράκτως να αμφισβητήσει ό, τι δεν ήταν γνήσια έκφραση γνήσιων παθών. Μες στο κόκκινο κιτς της μεταπολιτευτικής Αθήνας κάποιοι νεαροί κατάφεραν να κάνουν συνεχή σλάλομ ανάμεσα στα στερεότυπα και να ψελλίσουν, να μουρμουρίσουν, να ουρλιάξουν τις μικρές και μεγάλες ανακαλύψεις τους. Άλλοτε σπασμωδικά και άλλοτε μεθοδικά, αλλά πάντα με εντιμότητα και με μια ευγενική διαλεκτική ανάμεσα στις προσηλώσεις και τις απορρίψεις, οι άνθρωποι αυτοί μίλησαν, όπως ο Σταύρος Σταυρόπουλος, για τους έρωτες στα μπαρ, για τα βινύλια που λατρέψαμε και μας καθόρισαν για πάντα, για εκείνο το σόλο απελπισίας του Neil Young, για την προκλητική αισθητική της διακεκαυμένης ζώνης όπου πυρακτώθηκε η εφηβεία μας. Μελωδικός αντάρτης, επαναστάτης με αιτία και με ένα μόνιμο σάουντρακ να του καίει το μυαλό και να οδηγεί την πένα του, ο Σταυρόπουλος γράφει «με σιωπές, με ανοιχτά πανιά και μάτια καλειδοσκόπια» (…) για όλα εκείνα τα όχι και τόσο κακόφημα, τελικά, στέκια όπου παίχτηκε ένα κρυφό αλλά μεγάλο στοίχημα, το στοίχημα που έκανε κάποιους ανθρώπους ακραιφνείς δημιουργούς, ποιητές της ζωής, ιδιοφυίες της φιλίας. Εύγε σε συγγραφείς σαν τον Σταυρόπουλο, που έρχονται να αναμοχλεύσουν κάποια όμορφα πάθη, να μας θυμίσουν αυτά που ποτέ δεν πάψαμε να θυμόμαστε και να δώσουν μια ακόμα ώθηση στην πιτσιρικαρία να πάρει τη σκυτάλη και να κάνει ν’ ακουστούν ξανά χειμαρρώδη ποιήματα και παλλόμενα πεζογραφήματα! — Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, «CITY PRESS »

Μετά το Ροκ που παίζουν τα μάτια σου — ένα αυτοβιογραφικό κείμενο για την γενιά της αμφισβήτησης που επέζησε στις δεκαετίες, το καινούργιο βιβλίο του Σταυρόπουλου, «Για όσο ροκ αντέχεις ακόμα», αποτελεί τη φυσική συνέχεια του προηγούμενου. Ένα μουσικό παραμύθι για μεγάλους, όπου κυριαρχεί η ροκ μουσική, οι αφηγήσεις, ο μονόλογος, δημιουργώντας ένα μοναδικό ψηφιδωτό ήχων, λέξεων και χρωμάτων. Η γενιά που σημαδεύτηκε από το ροκ εν ρολ είναι και πάλι παρούσα. Άντεξε την ωριμότητα και την ξεπέρασε. Περπατά σε τοπία αναμνήσεων αποδεχόμενη τον εαυτό της. — Σιδέρης Ντιούδης, «ΥΠΟΒΡΥΧΙΟ»

Το βιβλίο είναι ένα τεράστιο ερωτικό γράμμα. Γραφή σε μικρές προτάσεις, γεμάτη αναφορές, που ξεσπά μέσα από κομμάτια ροκ συγκροτημάτων της εποχής του 60 και του 70, της εποχής που το ροκ ήταν περισσότερο ρομαντικό και εμπνευσμένο, γιατί μετά ή εμείς μεγαλώσαμε ξαφνικά ή το ροκ μεγάλωσε κι αυτό μαζί μας και δεν είναι πια το ίδιο. Είναι όμως ερωτικό γράμμα ή μήπως είναι ατόφια ποίηση; — Δημήτρης Γκενεράλης, Index

Βιβλίο παραληρηματικού ερωτισμού. — Αντώνης Ξαγάς, «HERETOLOGY»

Απίστευτοι στίχοι…Τελικά είναι κάτι λόγια μέσα στα τραγούδια που μας αρέσουν, που μπορούμε να τα βάλουμε στη ζωή μας, σαν μουσική υπόκρουση σε στιγμές…σε καταστάσεις…σε ανθρώπους… Αυτό έχει κάνει ο Σταύρος Σταυρόπουλος, δυο βιβλία ξεχωριστά, κάτι εντελώς διαφορετικό…, μια ιστορία αγάπης μέσα από στίχους τραγουδιών που μπλέκονται με την αλήθεια και τις στιγμές που μένουν για πάντα καρφωμένες στο μυαλό. — blogspot.com, «HIGH & DRY»

Τον μάθαμε με Το ροκ που παίζουν τα μάτια σου. Επέστρεψε φέτος με το Για όσο ροκ αντέχεις ακόμα. Ο Σταύρος Σταυρόπουλος είναι όλα αυτά που θέλαμε να γίνουμε και δεν γίναμε. Και όλα εκείνα που θέλαμε να μείνουμε και δεν μείναμε…Προσωπικά δεν τον γνωρίζω, αλλά έχοντας διαβάσει τα δυο βιβλία του μου μοιάζει πολύ οικείος. Το σίγουρο είναι ότι κάποτε (σε ένα μακρινό κάποτε της δεκαετίας του 80 ) κάπου είχαμε συναντηθεί: Στην παλιά Αμοργό ή στα Μάταλα, στην Ίο πριν τους κοτεράδες ή στην άγονη γραμμή. Βιβλία σαν κι αυτό λειτουργούν σαν ξυπνητήρια κοιμισμένων συνειδήσεων. Ευτυχώς, σαν αναγνώστες, αντέχουμε πολύ ροκ ακόμα. Όλα είναι δρόμος μίστερ Σταυρόπουλε…Για τη γενιά μας, για όλα εκείνα που χάσαμε και ο Σταυρόπουλος συνεχίζει να έχει: 10 με άριστα το 10. — diavazo.blogspot.com, «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ»

Η γενιά των σημερινών σαραντάρηδων που μεγάλωσε με καλή ροκ και γαλουχήθηκε μέσα από τον ελεύθερο έρωτα, σίγουρα πρέπει να είναι η πιο μελαγχολική. Και γι αυτό και η πιο ποιητική. Δεν είναι τυχαίο ότι σε αυτήν ανήκει η σύγχρονη γενιά συγγραφέων και μια δράκα από καλούς αρθρογράφους που τείνουν να εκλείψουν. Αν η συναυλία του Gallagher σας λέει κάτι ή αν ακούτε ακόμα Dylan και Bowie, τότε το βιβλίο αυτό είναι για σας. — Τίνα Μανδηλαρά, «ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ»

Όνειρο κι εφιάλτης μαζί. Ζωή και θάνατος εμφιαλωμένα στο ίδιο μπουκάλι. Μετά «Το ροκ που παίζουν τα μάτια σου», ο Σταύρος Σταυρόπουλος γδέρνει με λύσσα και μανία τις πληγές του έρωτα, γράφοντας το πιο οργισμένο ερωτικό γράμμα που έχετε διαβάσει ποτέ, ντυμένο σε ροκ στίχους και μουσική. Μια ελεγεία του έρωτα; Μια μπαλάντα γι’ αυτόν; Μια διαδήλωση με όλα τα αναρχικά συναισθήματα του πάθους να σπάνε και να καίνε ό, τι βρουν μπροστά τους; Ο έρωτας εδώ βασανίζεται, υποφέρει αβάσταχτα, μεθάει, ξενυχτάει, χαϊδεύει και βρίζει ταυτόχρονα, όπως δυναμώνει και την ίδια στιγμή αποδυναμώνεται, γίνεται μίσος, οργή, ενοχοποιεί και ενοχοποιείται για να συνεχίσει, κυνηγημένος και κυνηγός. Χορεύει, ακούει δίσκους 33 στροφών, φοράει σκισμένα τζιν… Σε πάει στο χείλος του γκρεμού και της αβύσσου, χαρίζοντας σου τη ζωή την τελευταία στιγμή. Αν στη χαρίζει τελικά… Ένα βιβλίο με σελίδες-μολότωφ που καίνε μαζί με αγάπες και όνειρα την άχρηστη παθητικότητά μας. Τρέχοντας ή περπατώντας πάνω στις σελίδες αυτού του «τυπωμένου δρόμου» του Σταύρου Σταυρόπουλου, καθένας μας μπορεί να τραβήξει τη δική του πορεία. Όμως, «αυτό το ροκ δεν θα τελειώσει ποτέ»…Γιατί το μόνο ναρκωτικό που όσο κι αν εθιστείς σ’ αυτό, στο τέλος θα σ’ αφήσει ζωντανό, είναι ο έρωτας. — Γιόλα Αργυροπούλου, «ΤΗΛΕΡΑΜΑ» (…)

Το μυθιστόρημα που επιλέγει την δεύτερη εκδοχή της πραγματικότητας, την εσωτερική πραγματικότητα, σπάνια το βλέπουμε, γιατί σπάνια κάποιος αποφασίζει να δώσει την μάχη της λογοτεχνίας, να παλέψει με τα φαντάσματα, τα πιο πραγματικά όντα στον κόσμο μας (…). Το καινούργιο βιβλίο του Σταύρου Σταυρόπουλου είναι βέβαιο πως καλύπτει μια χαρά την επιθυμία του Ρολάν Μπαρτ για μια μυθιστορηματική μορφή, η οποία θα διατηρεί τον «δοκιμιακό» χαρακτήρα της – κι αν είναι δυνατόν θα ανανεώνει την ίδια την έννοια του δοκιμίου – χωρίς να μπορεί να θεωρηθεί μυθιστόρημα. Γιατί το «Για όσο ροκ αντέχεις ακόμα» δεν μπορεί να θεωρηθεί μυθιστόρημα. Ούτε νουβέλα, ούτε διήγημα, ούτε αφήγημα, σπονδυλωτό ή όχι. Ασφαλώς αφηγείται. Αλλά στέκεται με απόλυτη ειλικρίνεια απέναντι στην ανάληψη μιας τέτοιας ευθύνης (…). Χρειάζεσαι ποίηση, πεζογραφία, δοκίμιο, διαλόγους, ημερολογιακές σημειώσεις, ό, τι μπορείς να βρεις για να ενορχηστρώσεις ένα λογοτεχνικό κείμενο που θα πάει μέχρι το τέλος των συνεπειών, που θα απαλύνει την πληγή της γραφής. Ένα λογοτεχνικό κείμενο σαν το «Για όσο ροκ αντέχεις ακόμα». Γιατί όπου υπάρχει γραφή – όχι γράψιμο – υπάρχει και μια πληγή, που θέλει ή ευελπιστεί πως θα κλείσει. — Γιώργος Μπλάνας, «HIGHLIGHTS»

Ποίηση σε πρόζα; Πεζογραφία με ποιητικές καταβολές; Σελίδες ημερολογιακών εξομολογήσεων; Μυστική επιστολογραφία χωρίς παραλήπτη; Καλλίγραφες σημειώσεις στο περιθώριο τετραδίων – και της ζωής; Μια διαρκής ελεγεία στο χρόνο; (…) Η γραφή του Σταυρόπουλου περιφρονεί τις απαντήσεις, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν τις γνωρίζει. Πυκνή, άναρχη, καλλιεπής, ατημέλητη, συχνά παράλογη, πάντα ονειρική, προκλητικά ευφραδής, αυθάδης, αλλά με μια εσώτατη – στη φόδρα – αξιοπρέπεια, οδηγείται εύφορα στον ερωτικό παροξυσμό. Ο Σταυρόπουλος εκπροσωπεί μια γενιά που δεν είναι πια νέα, αλλά και δεν έχει ακόμα γεράσει. Άρα, δεν έχει την εύκολη συνηγορία της νεότητας, ούτε όμως τη σοφή παρηγορία του γήρατος. Αυτή η διαρκής ακροβασία ανάμεσα σε δυο – αμφότερα μελαγχολικά – ηλικιακά όρια είναι που κάνει την κατάθεσή του εμπύρετα θλιμμένη. Ίσως σ’ αυτό το κρίσιμο μεταίχμιο, ο Σταυρόπουλος αφήνει σκοπίμως τις λέξεις του να είναι τριμμένες και ανθρώπινες, όπως το τζιν που ατονεί στο γαλάζιο και κάνει το τραγούδι του βραχνό, σαν στοχαστικό απόηχο του Tom Waits ή σαν ξεψυχισμένο κιθαρισμό του Jimmy Hendrix. Requiem στην παρελθούσα νεότητα, πρελούδιο στην ανεξερεύνητη ωριμότητα, το «Για όσο ροκ αντέχεις ακόμα» του Σταύρου Σταυρόπουλου, με τις λέξεις του σε θέση διψομανών μουσικών οργάνων, καλεί την γενιά του σ’ ένα αποχαιρετιστήριο πάρτι για την αποφοίτηση της αθωότητας. Ασφαλώς δε, κατά τη δήλωση του Σαββόπουλου, «είναι ο αρχηγός σ’ αυτό το πανηγύρι». — Γιάννης Ευσταθιάδης, «ΔΕΚΑΤΑ»

Τι λέει ο ίδιος ο συγγραφέας για το βιβλίο του

Το «Για όσο ροκ…» προϊδεάζει για ένα τέλος χρόνου, κάποτε. Είναι μια προετοιμασία τέλους. (από συνέντευξη στην Άννα Νάζου, 31/ 10/ 2005 )

Το ροκ οδεύει αισίως προς την πέμπτη δεκαετία της ζωής του, για την ακρίβεια έχει την ηλικία των ονείρων μας. Οι καθημερινές του επαναστάσεις είναι πλέον ελάχιστες, η μουσική βιομηχανία φρόντισε καλά γι αυτό. Άλλωστε και η σημερινή γενιά δεν προσφέρεται. Έφτασε στο χορό όταν οι μουσικοί είχαν πια φύγει. Ο τίτλος μου δηλώνει μια ευχή, για άλλους μια ρομαντική ουτοπία. Το ρήμα αντέχω σημαίνει επιλέγω να είμαι με τους επιζήσαντες. Επιλέγω να είμαι παρών. Ο πρώτος τίτλος ήταν «Λίγο ροκ ακόμα». Άλλαξε με την επιμονή του εκδότη μου, την τελευταία στιγμή. Πίστευε ότι το ροκ δε θα μπορούσε ποτέ να είναι λίγο. (από συνέντευξη στην Ζωή Κοσκινίδου, 29/09/2005)

Η γυναικεία προσωπικότητα του « Για όσο ροκ ...» έχει δανειστεί πολλά από τα χαρακτηριστικά της πρώτης. Είναι λιγότερο ειλικρινής απ’ αυτήν, επιθετική και μυστηριώδης, άρα ενδιαφέρουσα. Σε καλεί να συζητήσεις μαζί της και αυτό κάνω σε όλο το βιβλίο: Όποτε δεν μιλάω στον εαυτό μου, απευθύνομαι σ’ αυτήν. (από συνέντευξη στην Γιώτα Παναγιώτου, 28/03/2007)

Όταν ξεκίνησα να γράφω Το ροκ που παίζουν τα μάτια σου και το Για όσο ροκ αντέχεις ακόμα, η ιδέα ήταν περίπου αυτή: να κάνω δυο βιβλία «προσωρινά», κάτι σαν στιγμιότυπα γλώσσας, που αυτό που εξιστορούσαν θα χτιζόταν με όσα δεν έλεγαν: με στίχους από τραγούδια και αναφορές. Ήθελα η ιστορία να διαγράφεται αχνά, να μην φαίνεται καθαρά στις σελίδες τους, όπως το αποτύπωμα. Θα μπορούσε έτσι ο καθένας να την συμπληρώσει και να φανταστεί ότι την επαναδημιουργεί· ή ότι την επωμίζεται. (από το βιβλίο του συγγραφέα Τι γίνονται οι λέξεις όταν μεγαλώνουν, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 2008)

Δεν υπάρχουν σχόλια: