26.8.14

Gabriel García Márquez • Χούλιο Κορτάσαρ (1914–1984)

Συμπληρώνονται σήμερα 100 χρόνια από τη γέννηση του Χούλιο Κορτάσαρ. Η Απόπειρα θα επανακυκλοφορήσει σε επετειακή έκδοση τη νουβέλα του Ο κυνηγός ετάφραση: Μάγια-Μαρία Ρούσσου, πρώτη έκδοση, Απόπειρα, 1988) – ένα φόρο τιμής στον σαξοφωνίστα Charlie «Bird» Parker. Από την έκδοση αυτήν προδημοσιεύουμε σήμερα το κείμενο του Γκαρσία Μάρκες για τον μεγάλο Αργεντινό.

Cortazar-

Η τελευταία φορά που πήγα στην Πράγα ήταν πριν από δεκαπέντε χρόνια με τον Κάρλος Φουέντες και τον Χούλιο Κορτάσαρ. Ταξιδεύαμε με τρένο από το Παρίσι – εξαιτίας του κοινού μας φόβου για τα αεροπλάνα – και μιλήσαμε για τα πάντα καθώς διασχίσαμε τη διαιρεμένη νύχτα των δύο Γερμανιών, προσπερνώντας ωκεανούς χωραφιών με ζαχαρότευτλα, βιομηχανίες κάθε είδους, τα ρήγματα φριχτών πολέμων και βίαιων ερώτων.

Ακριβώς όταν σκεφτόμαστε να κοιμηθούμε, ήρθε του Κάρλος Φουέντες να ρωτήσει τον Κορτάσαρ πώς, πότε και με τίνος την πρωτοβουλία μπήκε το πιάνο στην jazz band. Ήταν μια τυχαία ερώτηση που σκόπευε να αποσπάσει το πολύ πολύ μια ημερομηνία κι ένα όνομα, αλλά η απάντηση ήταν μια λαμπρή παράσταση, μια διάλεξη, ανάμεσα σε χοτ-ντογκς και τσιπς και τεράστια ποτήρια μπίρας, που κράτησε ως τα χαράματα. Ο Κορτάσαρ, που ήξερε να ζυγίζει τα λόγια του, μας έδωσε, εύγλωττα και απλά μια αισθητική και ιστορική αναπαράσταση της τζαζ, που κορυφώθηκε, με την ανατολή του ήλιου, σαν μια ορμητική απολογία για τον Thelonious Monk. Δεν μίλησε μόνο με τη βαθιά του και ηχηρή φωνή, με τα τραβηγμένα ρ, αλλά και τα χοντροκόκαλα χέρια του, πιο εκφραστικά απ’ όλα τα χέρια που μπορώ να θυμηθώ. Ούτε ο Κάρλος Φουέντες ούτε εγώ θα ξεχάσουμε ποτέ τις εκπλήξεις εκείνης της ανεπανάληπτης νύχτας.

Δώδεκα χρόνια αργότερα, είδα τον Χούλιο Κορτάσαρ μπροστά σ’ ένα πλήθος σε κάποιο πάρκο τής Μανάγκουας, οπλισμένο μονάχα με την όμορφη φωνή του και μια από τις πιο δύσκολες ιστορίες του: « Η νύχτα του Mantequilla Nápoles ». Πρόκειται για έναν αποτυχημένο παλαιστή, που διηγείται την ίδια του την ιστορία σε lunfardo, τη διάλεκτο του υπόκοσμου του Μπουένος Άιρες, που θα ήταν ολότελα ακατανόητη σε όλους εμάς τους υπόλοιπους θνητούς, αν δεν είχαμε κιόλας μια ιδέα απ’ αυτήν ακούγοντας τόσο πολλά από τα ταγκό της χαμοζωής. Παρ’ όλα αυτά ήταν ένα διήγημα που ο Κορτάσαρ διάλεξε να διαβάσει από μια εξέδρα τοποθετημένη μέσα σ’ έναν απέραντο φωταγωγημένο κήπο, μπροστά σ’ ένα πλήθος απόλυτα ετερόκλητο: φημισμένους ποιητές, ­άνεργους χτίστες, αρχηγούς της επανάστασης και τους αντιπάλους του. Ήταν μια ακόμη λαμπρή παράσταση. Αν και, για να πούμε την αλήθεια, δεν ήταν εύκολο να παρακολουθήσει κανείς το νόημα της ιστορίας, ακόμη κι αν ήταν εξοικειωμένος με τα κορακίστικα της lunfardo, όμως έπασχε με τον Mantequilla Nápoles κι ένιωθε τα χτυπήματα που δέχτηκε στη μοναξιά του ριγκ κι ήθελε να κλάψει για τις ψεύτικες ελπίδες και την κακομοιριά της ζωής του, γιατί ο Κορτάσαρ είχε καταφέρει να επικοινωνεί με το ακροατήριό του τόσο βαθιά, που κανείς πια δεν νοιαζόταν για το νόημα των λέξεων, και το καθισμένο στο γρασίδι πλήθος έμοιαζε να πλέει σ’ εκείνη την κατάσταση γοητείας μαγεμένο από μια φωνή που δεν έμοιαζε να είναι του κόσμου τούτου.

Αυτές οι δύο αναμνήσεις, που τόσο μ’ έχουν συγκινήσει, φαίνεται πως τον προσδιορίζουν με τον καλύτερο τρόπο. Παρουσιάζουν τα δύο ακρότατα της προσωπικότητάς του. Σε στενό κύκλος, όπως στο τρένο για την Πράγα, ήταν μαγευτικός με την ευγλωττία του, τη φοβερή του πολυμάθεια, τη χιλιομετρική του μνήμη, το ανατρεπτικό του χιούμορ, το καθετί που τον έκανε έναν από τους μεγάλους διανοούμενους με την παλιά έννοια της λέξης. Δημόσια, παρ’ όλη την αποστροφή που ένιωθε να δίνει παραστάσεις και να διασκεδάζει, αιχμαλώτιζε τα ακροατήρια με μια απροσδόκητη παρουσία που είχε κάτι το υπερφυσικό γύρω της, τρυφερή κι ωστόσο ανοίκεια. Και στα δύο περιστατικά ένιωσα πως ήταν η πιο εντυπωσιακή φυσιογνωμία που είχα γνωρίσει.

Περί τα τέλη του θλιβερού φθινοπώρου στα 1956, συνήθιζε να πηγαίνει καμιά φορά σ’ ένα παρισινό καφενείο, που είχε ένα αγγλικό όνομα, και να γράφει σε μια γωνία – όπως έκανε κι ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ, τριακόσια μέτρα πιο πέρα – σ’ ένα σχολικό τετράδιο, χρησιμοποιώντας ένα στυλό που του λέκιαζε τα δάχτυλα. Είχα διαβάσει το Bestiario, το πρώτο του βιβλίο με μικρά διηγήματα, σ’ ένα φτηνό ξενοδοχείο στην Μπαρανκίγια, όπου για ένα πέσο και πενήντα σεντάβος κοιμήθηκα ανάμεσα σε κακοπληρωμένους τέταρτης κατηγορίας ποδοσφαιριστές και εύθυμες ­πόρνες, και από την πρώτη κιόλας σελίδα είδα πως ήταν το είδος του συγγραφέα που ήθελα να γίνω όταν μεγάλωνα. Κάποιος στο Παρίσι μου είπε πως ο Χούλιο Κορτάσαρ συνήθιζε να γράφει στο καφενείο Old Navy στο μπουλβάρ Σαιν-Ζερμαίν κι εκεί τον περίμενα, για πολλές βδομάδες, όπου τελικά μπήκε σαν οπτασία. Ήταν ο ψηλότερος άντρας που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς, με μια όψη βρωμόπαιδου, μέσα σ’ ένα απέραντο μαύρο παλτό που έμοιαζε με ράσο, και τα μάτια του πολύ μακριά το ένα από τ’ άλλο όπως εκείνα του νεαρού βουβαλιού, τόσο λοξά και διάφανα που θα μπορούσαν να είναι τα μάτια του διαβόλου, αν δεν καθρέφτιζαν ολοφάνερα την καρδιά του.

καφενείο Old Navy

Χρόνια αργότερα, όταν πια είχαμε γίνει φίλοι, νόμισα πως τον είδα ξανά όπως τον είχα δει εκείνη την ημέρα, γιατί μου φάνηκε ότι σε ένα από τα ωραιότερα του διηγήματα, «Ο άλλος ουρανός», αναπλάθει τον ίδιο του τον εαυτό στο πρόσωπο ενός Λατινοαμερικάνου δίχως όνομα, που απλά και μόνο από περιέργεια συνήθιζε να παρακολουθεί τις εκτελέσεις στη λαιμητόμο. Λες κι είχε γράψει καθισμένος μπροστά σε καθρέφτη ο Κορτάσαρ τον περιέγραψε έτσι: « Η έκφρασή του ήταν μακρινή και την ίδια ώρα προσηλωμένη περίεργα, με όψη κάποιου που πάγωσε σε μια ­στιγμή ονείρου και αρνιέται να κάνει εκείνο το βήμα που θα τον οδηγήσει πίσω στο ξύπνημα ». Αυτό το πρόσωπο φορούσε ένα μακρύ μαύρο πανωφόρι που τον τύλιγε καλά – σαν το παλτό που ο Κορτάσαρ ­φορούσε όταν τον πρωτοείδα – αλλά ο αφηγητής τού διηγήματος δεν τολμάει να πλησιάσει τον άντρα με το πανωφόρι, από φόβο για την παγωμένη οργή με την οποία εκείνος ο ίδιος θα είχε αντιδράσει σε μια τέτοια ενόχληση. Το παράξενο είναι πως ούτε γω είχα τολμήσει να πλησιάσω τον Κορτάσαρ εκείνο το απόγευμα στο Old Navy και μάλιστα για τον ίδιο λόγο. Απλά τον παρακολουθούσα καθώς έγραφε για περισσότερο από μια ώρα δίχως να σταματάει για να σκεφτεί, πίνοντας μόνο μισό ποτήρι μεταλλικό νερό ώσπου πύκνωσε το σκοτάδι έξω στο δρόμο κι έβαλε την πένα του στην τσέπη του κι έφυγε με το τετράδιό του κάτω απ’ την αμασχάλη, μοιάζοντας με το ψηλότερο και το πιο κοκαλιάρικο σχολαριόπαιδο του κόσμου. Στις πάρα πολλές περιπτώσεις που συναντηθήκαμε χρόνια αργότερα, το μόνο πράγμα που άλλαξε σ’ αυτόν ήταν η πυκνή, σκούρα γενειάδα του. Μόλις μέχρι δύο εβδομάδες πριν, οι φήμες για την αθανασία του φαίνονταν αληθινές, καθώς δεν είχε πάψει ποτέ να μεγαλώνει και να ’χει σταματήσει παντοτινά στην ίδια ηλικία. Δεν τόλμησα ποτέ να τον ρωτήσω αν οι φήμες ήταν αληθινές, όπως επίσης δεν του είπα ποτέ ότι εκείνο το θλιβερό φθινόπωρο του 1956 τον παρακολουθούσα στη γωνία του Old Navy και ξέρω πώς – όπου και να ’ναι τώρα – θα με καταριέται για τη δειλία μου.

Τα είδωλα εμπνέουν σεβασμό, θαυμασμό, αγάπη και βέβαια μεγάλη ζήλια. Ο Κορτάσαρ ενέπνεε όλα αυτά τα αισθήματα μ’ έναν τρόπο που λίγοι συγγραφείς καταφέρνουν, αλλά ακόμη ενέπνεε κάτι λιγότερο συνηθισμένο: αφοσίωση. Ήταν, ίσως χωρίς να το θέλει, ο Αργεντινός που ενέπνεε αγάπη σε όλους. Ωστόσο, τολμώ να πω, πως αν ο πεθαμένος μπορεί να ­πεθάνει δεύτερη φορά, τότε ο Κορτάσαρ θα πρέπει να πεθάνει ξανά από αμηχανία για την παγκόσμια συντριβή που ο θάνατός του προκάλεσε. Κανείς δεν φοβήθηκε τις μεταθανάτιες τιμές και επικήδειες επιδείξεις περισσότερο από αυτόν – είτε στην πραγματική ζωή είτε στα βιβλία. Ακόμη περισσότερο, πάντα είχα την ιδέα ότι ο ίδιος ο θάνατος ήταν άπρεπος γι’ αυτόν. Κάπου μέσα στο βιβλίο του La vuelta al día en ochenta mundos μια παρέα φίλοι ξεραίνεται στα γέλια μαθαίνοντας πως ένας κοινός τους φίλος έκανε την κουταμάρα να πεθάνει. Γι’ αυτόν το λόγο κι επειδή τον γνώριζα και τον αγαπούσα πολύ, το βρίσκω σκληρό να συμμετάσχω στους θρήνους και τις ελεγείες για τον Χούλιο Κορτάσαρ. Προτιμώ να συνεχίσω να τον σκέφτομαι με τον τρόπο που είμαι βέβαιος πως θα του άρεσε, με μια απέραντη χαρά επειδή υπήρξε, με μια βαθιά αίσθηση ευχαρίστησης επειδή τον γνώρισα και ευγνωμοσύνη που άφησε στον κόσμο ένα έργο, αγκαλά κι ατέλειωτο, όμως τόσο όμορφο και ακατάλυτο σαν τη μνήμη του.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

πολύ όμορφο κείμενο.